- ἐπιτυχία
- ἐπιτυχίᾱ , ἐπιτυχίαluckfem nom/voc/acc dualἐπιτυχίᾱ , ἐπιτυχίαluckfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιτυχίᾳ — ἐπιτυχίᾱͅ , ἐπιτυχία luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτυχία — η (AM ἐπιτυχία) [επιτυχής] αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.) μσν. σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας… … Dictionary of Greek
επιτυχία — η 1. αίσια έκβαση, ευόδωση, ευδοκίμηση. 2. επίτευξη, πραγμάτωση, εκτέλεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτυχίας — ἐπιτυχίᾱς , ἐπιτυχία luck fem acc pl ἐπιτυχίᾱς , ἐπιτυχία luck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχίαι — ἐπιτυχίᾱͅ , ἐπιτυχία luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχίαν — ἐπιτυχίᾱν , ἐπιτυχία luck fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχιῶν — ἐπιτυχία luck fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχίαις — ἐπιτυχία luck fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχίην — ἐπιτυχία luck fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχίης — ἐπιτυχία luck fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)